- αφλόγιστος
- -η, -οαυτός που δεν είναι φλογισμένος, ερεθισμένος: Η πληγή του σήμερα ήταν αφλόγιστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀφλόγιστος — not in flammable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφλόγιστος — η, ο (Α ἀφλόγιστος, ον) νεοελλ. (για το δέρμα) αυτός που δεν έχει φλόγωση αρχ. ο μη εύφλεκτος … Dictionary of Greek
ἀφλόγιστον — ἀφλόγιστος not in flammable masc/fem acc sg ἀφλόγιστος not in flammable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφλόγιστα — ἀφλόγιστος not in flammable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφλογιστία — η το να μην αναφλεγεί καψούλι ή γόμωση όπλου παρά την πυροδότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφλόγιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek